- μοχλοῦς
- μοχλόωboltpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Форма креста Иисуса Христа — Эта статья о различных взглядах на форму орудия казни, которое использовалось для распятия Иисуса Христа. О реликвии смотрите Животворящий Крест. Форма креста Иисуса Христа дискуссионный вопрос для ряда светских историков и филологов, а… … Википедия
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
Форма орудия казни Иисуса — дискуссионный вопрос для ряда светских историков и филологов, а также некоторых течений в христианстве. Традиционный взгляд о форме орудия казни, на котором был распят Иисус это был крест в форме двух перекрещенных балок (горизонтальной и… … Википедия
AMA — Graece Α῎μη, Latine Batillus, seu potius Vatillum. Duas autem res ἄμη significabat, olim apud Graecos, et instrumentum fossorium cui simile est et illud quod ad ignem paratum est, et vas tenendae aquae aptum, sicut plane et σκάφν et σναφεῖον: nam … Hofmann J. Lexicon universale
FORES, a FORO — an quia foras aperiebantur, Serv. Priscorum enim aedes Fores habuêrunt, quae exterius atqueve in viam explicarentur: proin, non extrorsum solum annulum fer reum vel aeneum habuêrunt, Corvum sive Cornicem Iulio Polluci dictum, ut ex Plauto… … Hofmann J. Lexicon universale
OECURIA Atheniensium memorabilis — Habebant uxores corum, praeter τὴν γυαικωνίτιδα, de qua supra aliquid voce Gynaconitis, etiam suum θάλαμον ἱςτῶν Polluci memoratum l. 1. c. 8. in quo labori telisque texendis vacabant. Loca vero, in quibus filiae degebant, παρθενῶνες dicebantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek